- ἐπαριστερότης
- ἐπαριστερότηςawkwardnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαριστερότητα — η (Α ἐπαριστερότης) [επαρίστερος] 1. αριστεροχειρία 2. αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, ανικανότητα … Dictionary of Greek